- πετευριστής
- πετευρ-ιστής, οῦ, ὁ, = foreg., in Lat. formA petaurista, Varro ap.Non.p.79 L.: metaph., of fleas and the like , Plin.HN11.115.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετευριστής — ὁ, Α βλ. πεταυριστής … Dictionary of Greek
πεταυριστής — ο, ΝΑ, και πετευριστής Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο … Dictionary of Greek
πετευριστώ — έω, Α [πετευριστής] ακροβατώ … Dictionary of Greek